μονύδριον

μονύδριον
μονύδριον, τὸ (ΑΜ)
μικρή μονή, μικρό μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… …   Dictionary of Greek

  • КАЛЛИСТ I — [греч. Κάλλιστος] (кон. XIII в. 1363/64), свт. (пам. греч. 20 июня), патриарх К польский (1350 1353, 1355 1363/64), визант. монах исихаст, писатель, противник унии. Жизнь О месте рождения, родителях и юных годах К. ничего не известно. Он был… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”